- ηλεκτροπηξία
- ηιατρ. η πήξη ζωντανών ιστών είτε με διατομή, δηλ. με ηλεκτρικό μαχαιρίδιο, είτε με καταστροφή διά τής χρησιμοποιήσεως ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής συχνότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrocoagulation < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + coagulation «πήξη»].
Dictionary of Greek. 2013.